- ξενοκρατούμαι
- (ε) находиться под иностранным, чужеземным господством, испытывать засилье иностранцев
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξενοκρατούμαι — (Α ξενοκρατοῡμαι, έομαι) νεοελλ. (για χώρα ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους αρχ. βρίσκομαι υπό την κατοχή μισθοφορικών στρατευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κρατοῦμαι (< κράτος), πρβλ. λαο κρατούμαι] … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek